Τα τρία κορυφαία προβλήματα της Ελλάδας

Τα τρία κορυφαία προβλήματα της Ελλάδας

Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος

Ενώ μπορεί μεν να μειώνεται το δημόσιο χρέος μας ως προς το ΑΕΠ, αλλά μόνο λόγω του πληθωρισμού και της υπερφορολόγησης που έχει ημερομηνία λήξης. Πότε; Όταν δεν θα είναι πια σε θέση ο ιδιωτικός μας τομέας να πληρώνει φόρους, για τους οποίους ήδη ξοδεύει τις αποταμιεύσεις του (αποταμιεύσεις, δηλαδή αυτά που περισσεύουν εάν από τα έσοδα μας αφαιρέσουμε τα έξοδα, δεν είναι μόνο τα χρήματα ή οι μετοχές, αλλά και τα ακίνητα) – ενώ αυξάνονται συνεχώς τα χρέη του προς την εφορία και τον ΕΦΚΑ. Σταδιακά βέβαια, χρεοκοπεί ήδη ο ιδιωτικός μας τομέας – αφού συνολικά τα έτη 2022, 2023 και 2024 κόστισαν στον ιδιωτικό τομέα 8,22% του ΑΕΠ, 5,35% και 8,33% αντίστοιχα, κάτι που δεν συμβαίνει σε καμία άλλη χώρα της ΕΕ.

Τα δύο μεγάλα προβλήματα της Ελλάδας είναι το δημόσιο χρέος και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – στο οποίο εμπεριέχεται το τρίτο μεγάλο πρόβλημα, το εμπορικό ισοζύγιο (σημαίνει ότι εισάγουμε πολύ περισσότερα από όσα εξάγουμε, οπότε πως έχουμε πρόβλημα παραγωγής και εξάρτησης από το εξωτερικό), που το 2024 έφτασε στο δυσθεώρητο επίπεδο των -34,6 δις € ή στο -14,6% του πληθωριστικού ΑΕΠ (στο -17,3% του πραγματικού!). Ενός πληθωριστικού ΑΕΠ που επίσης αναθεωρήθηκε από την ΕΛΣΤΑΤ στα 236,7 δις €, από 237,5 δις € προηγουμένως – ενώ το πραγματικό ΑΕΠ στα 200,3 δις €, από 201,5 δις € πριν.

Ξεκινώντας τώρα από το δημόσιο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης που μετράει διεθνώς (= μαζί με τους φορείς του δημοσίου και τα ΝΠΔΔ), ήταν στα 364,88 δις € το 2024 ή στο 154,2% του ΑΕΠ μετά την αναθεώρηση – ενώ αυτό που στην ουσία χρωστάει το κράτος μας (Κεντρική Διοίκηση), ήταν στα 422,64 δις € ή στο 178,5% του πληθωριστικού ΑΕΠ, τα οποία προήλθαν εκ των υστέρων, από 403,86 δις € προηγουμένως.

Υπάρχει δηλαδή μία ακατανόητη διαφορά ύψους 18,78 δις €, μεταξύ χρέους Κράτους και ΟΔΔΗΧ – για την οποία καταθέσαμε ερώτηση στο υπουργείο που δεν έχει ακόμη απαντηθεί. Εκτός αυτού, δεν συμπεριλαμβάνονται στο χρέος τα απλήρωτα χρέη του δημοσίου που πλησιάζουν στα 4 δις €, επειδή δεν έχει ακόμη υιοθετήσει το διπλογραφικό λογιστικό σύστημα – ούτε οι κρατικές εγγυήσεις της τάξης των 28 δις €, κυρίως προς τις τράπεζες (=προγράμματα Ηρακλής)

Η διαφορά τώρα μεταξύ του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης των 364,88 δια € και του Κράτους των 403,86 δις €, προέρχεται από τα περίπου 25 δις € που χρωστάει το Κράτος στους ΟΤΑ και στα Ασφαλιστικά Ταμεία, καθώς επίσης από τα 13 δις € που χρωστάει στα ΝΠΔΔ – τα οποία θεωρούνται μεν ενδοκυβερνητικό χρέος και δεν υπολογίζονται διεθνώς στο δημόσιο χρέος, αλλά αυτό να σημαίνει ότι συμβαίνει το ίδιο σε όλα τα κράτη ή πως δεν τα οφείλει το κράτος μας (τα 18,78 δις € παραμένουν αδιευκρίνιστα).

Τέλος, το παραπάνω χρέος δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τις χρηματοδοτήσεις του κόστους μετάβασης που δημιουργείται από την ίδρυση του ΤΕΚΑ (Ταμείο Επικουρικής Κοινωνικής Ασφάλισης) του Κ. Χατζηδάκη, από το 2045 και μετά – όπου θα αρχίζει να συνταξιοδοτείται η σημερινή γενιά των 45άρηδων. Από τότε και μετά, ο Κρατικός Προϋπολογισμός θα πρέπει να χρηματοδοτεί το παλαιό σύστημα επικουρικής ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ) με 2 δις € ετησίως, κατά μέσον όρο – γεγονός που σημαίνει ότι, πρόκειται για ένα σημαντικό μελλοντικό χρέος.

Συμπερασματικά, αφενός μεν αυτά που χρωστούσε στις 31.12.24 το κράτος ήταν 403,86 δις € ή 422,64 δις €, αφετέρου σήμερα εξυπηρετούμε, πληρώνουμε δηλαδή τοκοχρεολύσια, για ένα μόνο μέρος αυτού του χρέους* – ενώ θα υπάρξει μεγάλο πρόβλημα μετά το 2033, πόσο μάλλον μετά το 2045.

Ενδεχομένως ακόμη πιο πριν, εάν ξεσπάσει μία παγκόσμια κρίση – με αρνητικές συνέπειες στο ΑΕΠ, στη χρηματοδότηση κλπ. Σωστά λοιπόν το χρέος μας θεωρείται πια ακόμη και από την Κομισιόν εξυπηρετίσημο, λόγω των διευκολύνσεων που δεν έχουν δοθεί σε καμία άλλη χώρα, έναντι αδρών ανταλλαγμάτων, όπως το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί της ιδιωτικής κλπ. – όχι βιώσιμο.

Συνεχίζοντας, η ΤτΕ προέβη σε αναθεώρηση των στοιχείων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών από το έτος 2013 – προσθέτοντας  τους μισούς από τους αναβαλλόμενους τόκους των 96 δις € του EFSF που θα πληρωθούν μετά το 2032 (+12,5 δις €από τους συνολικά 25 δις €). Βάσει των αναθεωρημένων στοιχείων λοιπόν, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαμορφώθηκε στο -7,2% του ΑΕΠ το 2024, από -6,4% προηγουμένως – δηλαδή στα -17 δις € το 2024, από -15,1 δις € πριν.

Στο γράφημα που ακολουθεί, φαίνεται η έντονα καθοδική του πορεία μετά το 2019 που βελτιώθηκε ελάχιστα το 2024, αν και μόνο λόγω των αυξημένων τουριστικών εσόδων – ενώ δεν πρέπει να συγκρίνεται με το έλλειμμα πριν το 2009, επειδή τότε τα τουριστικά μας έσοδα ήταν μόλις 10,4 δις € (πηγή), όταν το 2024 ήταν 21,7 δις €.

Δηλαδή, ενώ τώρα τα τουριστικά μας έσοδα βελτιώνουν το ισοζύγιο κατά 21,7 δις €, τότε συνέβαλλαν μόλις κατά 10,4 δις € – σημειώνοντας πως η άνοδος τους οφείλεται στην οικονομική πολιτική που μας επιβλήθηκε με τα μνημόνια, όπου οι εταίροι και ανταγωνιστές μας δεν ήθελαν να γίνουν παραγωγικές επενδύσεις στη χώρα μας (α) για να μην τους ανταγωνιζόμαστε και (β) για να μας πουλούν τα προϊόντα τους.

Έτσι μας καταδίκασαν στην ουσία στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, στο φθηνό ξενοδοχείο και γκαρσόνια της Ευρώπης – ενός προκυκλικού και άρα επικίνδυνου κλάδου εντάσεως επενδύσεων, με πολύ χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας και επομένως με μισθούς/συνθήκες εξαθλίωσης.

Περαιτέρω, στο πρώτο οκτάμηνο του 2025 υπήρξε μία βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών – η οποία προήλθε κυρίως από την άνοδο των τουριστικών εισπράξεων, από την πτώση της δαπάνης για τα καύσιμα, καθώς επίσης από τους τόκους, μερίσματα και κέρδη.

Ειδικότερα, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αυξήθηκαν κατά 12% στα 16,7 δις €, κυρίως όμως ονομαστικά και όχι πραγματικά – επειδή ο πληθωρισμός στην κατηγορία τους ήταν στο 8,3%, οπότε η πραγματική τους αύξηση ήταν 3,7%. Όσον αφορά δε τα καύσιμα, η πτώση της δαπάνης κατά 1,1 δις € προήλθε από την μείωση της μέσης τιμής πετρελαίου κατά 15%, από τα 82,8 $ το βαρέλι στα 70,4 $ – ενώ η μείωση των επιτοκίων και η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού συνέβαλαν σε έναν βαθμό στη βελτίωση του ισοζυγίου των τόκων, μερισμάτων και κερδών (γράφημα).

Συμπερασματικά, η άνοδος των τουριστικών εσόδων, καθώς επίσης η πτώση των τιμών του πετρελαίου και των επιτοκίων, βελτίωσαν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών συγκυριακά στο οκτάμηνο του 2025 – ενώ ένα μέρος των επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας επηρεάζει θετικά το εξωτερικό ισοζύγιο, μέσω του ισοζυγίου των δευτερογενών εισοδημάτων.

Επιπλέον, τα παραπάνω επιδρούν θετικά στον πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, αν και συγκυριακά – σημειώνοντας ότι, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εξακολουθεί να παραμένει εξαιρετικά υψηλό, αντανακλώντας χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, στους τομείς της ανταγωνιστικότητας που μειώνεται συνεχώς και της παραγωγικής της βάσης που έχει αποψιλωθεί σε μεγάλο βαθμό.

Ουσιαστικά έχουμε αναλύσει επαρκώς το πόσο εξαρτάται το χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, από το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – μέσω των τομεακών χρηματοοικονομικών ισοζυγίων (ανάλυση). Πρόκειται όμως για κάτι που μάλλον αδυνατούν να καταλάβουν οι ελληνικές κυβερνήσεις – με κριτήριο τα οικονομικά τους μέτρα.

Το ισοζύγιο αυτό βελτιώθηκε μεν με τα μνημόνια, αλλά με την άσκηση βίας, όπως ήταν η εσωτερική υποτίμηση (ανάλυση) – εξαιτίας της οποίας κατέρρευσε το ΑΕΠ μας και καταστράφηκε η οικονομία μας. Επρόκειτο δηλαδή για αυτό που λέγεται, σύμφωνα με το οποίο «η εγχείρηση πέτυχε, αλλά ο ασθενής πέθανε» – κάτι που θα μας συμβεί ξανά, εάν δεν ληφθούν έγκαιρα τα κατάλληλα μέτρα.

Συνεχίζοντας, η εξάρτηση φαίνεται καθαρά από το επόμενο γράφημα ορισμένων χωρών (πηγή) – όπου μπορεί κανείς να τις συγκρίνει ως προς την οικονομία τους που δεν είναι μόνο ο κρατικός τομέας αλλά, επιπλέον, ο εξωτερικός και ο ιδιωτικός.

Εν προκειμένω, το 2022 η Ελλάδα είχε έλλειμμα προϋπολογισμού -2,456% του ΑΕΠ της, ο ιδιωτικός τομέας επίσης -8,222% του ΑΕΠ και τα δύο μαζί χρηματοδοτήθηκαν από το εξωτερικό – όπου το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της ήταν το άθροισμα και  των δύο (-10,678% του ΑΕΠ). Το 2023 αντίστοιχα, αλλά με χαμηλότερα ποσά – ενώ το 2024 η Ελλάδα είχε πλεόνασμα προϋπολογισμού +1,339% του ΑΕΠ, ο ιδιωτικός τομέας έλλειμμα -8,329% και οι δύο μαζί είχαν ως αποτέλεσμα έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών ύψους -6,99% (+1,339-8,329). Στοιχεία βέβαια προ της αναθεώρησης της ΕΛΣΤΑΤ και της ΤτΕ.

Από εδώ φαίνεται καθαρά ότι, το πλεόνασμα του δημοσίου ήταν εις βάρος του ιδιωτικού τομέα – ο οποίος ήταν ο μόνος που χρεώθηκε καθαρά στο εξωτερικό, με 6,99% του ΑΕΠ. Επομένως τεκμηριώνεται μεταξύ άλλων η υπερφορολόγηση των Ελλήνων – η μεταφορά χρημάτων δηλαδή από τον ιδιωτικό τομέα στο δημόσιο, κάτι  που επεξηγεί το γεγονός ότι, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην ΕΕ με αρνητικές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών, από το 2022 και μετά!

Στο επόμενο (ιδανικό) παράδειγμα της Δανίας, το 2024 το κράτος είχε πλεόνασμα 4,459% του ΑΕΠ, ο ιδιωτικός τομέας 7,734%, ενώ και τα δύο μαζί προήλθαν από το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, άρα από τους εμπορικούς της εταίρους, ύψους 12,193%.

Στη Βουλγαρία, ο ιδιωτικός τομέας ήταν πλεονασματικός το 2024 – οπότε ο ελλειμματικός προϋπολογισμός των -3,038% του ΑΕΠ «τροφοδότησε» το εξωτερικό με -1,601% του ΑΕΠ και τον ιδιωτικό τομέα με 1,437% του ΑΕΠ. Εύλογα λοιπόν μας έχει πλησιάσει, όσον αφορά τους μέσους πραγματικούς μισθούς και σύντομα θα μας εξωθήσει στην τελευταία θέση – πόσο μάλλον όταν το δημόσιο χρέος της, της τάξης του 24% του ΑΕΠ της, μπορεί να αντέξει το έλλειμμα του προϋπολογισμού της, ενώ το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της στο -1,6% του ΑΕΠ της είναι κατά πολύ χαμηλότερο από το δικό μας στο -7,2% (μετά την αναθεώρηση του).

Τέλος στη Γαλλία και στην Ιταλία, ένα μεγάλο μέρος του ελλείμματος του προϋπολογισμού οδηγείται στον ιδιωτικό τομέα και πολύ λιγότερο στο εξωτερικό (=έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών) – ενώ το 2024 καθόλου. Αντίθετα δηλαδή με την Ελλάδα, το έλλειμμα του δημοσίου τους ήταν προς όφελος του ιδιωτικού τομέα – ενώ και οι δύο χώρες είχαν το 2024 πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους, όπου στη μεν Γαλλία ωφέλησε μόνο τον ιδιωτικό τομέα, ενώ στην Ιταλία και τους δύο.

Επομένως έχουν εύκολα τη δυνατότητα να παράγουν πλεόνασμα στον προϋπολογισμό τους, αφού μπορεί να ανταπεξέλθει ο ιδιωτικός τους τομέας με επιβαρύνσεις – ενώ η εξάρτηση τους από το εξωτερικό και τα εξωτερικά τους χρέη μειώθηκαν το 2024, όταν το δικό μας αυξήθηκε ξανά, στα -582 δις €.

Ολοκληρώνοντας, εάν δεν ισοσκελίσουμε το εξωτερικό μας έλλειμμα, θα χρεοκοπήσουμε ξανά – ενώ μπορεί μεν να μειώνεται το δημόσιο χρέος μας ως προς το ΑΕΠ, αλλά μόνο λόγω του πληθωρισμού και της υπερφορολόγησης που έχει ημερομηνία λήξης. Πότε; Όταν δεν θα είναι πια σε θέση ο ιδιωτικός μας τομέας να πληρώνει φόρους, για τους οποίους ήδη ξοδεύει τις αποταμιεύσεις του (αποταμιεύσεις, δηλαδή αυτά που περισσεύουν εάν από τα έσοδα μας αφαιρέσουμε τα έξοδα, δεν είναι μόνο τα χρήματα ή οι μετοχές, αλλά και τα ακίνητα) – ενώ αυξάνονται συνεχώς τα χρέη του προς την εφορία και τον ΕΦΚΑ.

Σταδιακά βέβαια χρεοκοπεί ήδη ο ιδιωτικός μας τομέας, όπως φαίνεται καθαρά από το γράφημα – αφού συνολικά τα έτη 2022, 2023 και 2024 κόστισαν στον ιδιωτικό τομέα 8,22% του ΑΕΠ, 5,35% και 8,33% αντίστοιχα. Μόνο η Βουλγαρία είχε επιβάρυνση του ιδιωτικού τομέα και μόνο το 2022 – σχετικά όμως πολύ χαμηλή, στο 1,87% του ΑΕΠ της.

*Σημείωση: Από τα 403,86 δις € του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης, τα 125 δις € οφείλονται στο EFSF – η αποπληρωμή του οποίου επιμηκύνθηκε το 2018, από το 2033 έως το 2070. Τα 98,8 δις € οφείλονται στις αγορές (ομόλογα), ενώ τα 59,5 δις € στον ESM – η αποπληρωμή των οποίων αρχίζει το 2034 και λήγει το 2060 με μέση ετήσια υποχρέωση της τάξης των 2,2 δις € (πηγή).

Επιπλέον υπάρχουν άλλα 61 δις € σε συμφωνίες επαναγοράς (Repos) με τους φορείς του δημοσίου και έντοκα γραμμάτια των τραπεζών – ενώ προστίθενται άλλα 6,7 δις € από δάνεια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και της Τράπεζας Ανάπτυξης, καθώς επίσης 11,4 δις € δάνεια από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Σταθερότητας, τα οποία θα πρέπει να αποπληρωθούν κατά τη περίοδο 2032 έως 2055.

Τέλος, υπάρχουν 31,6 δις € σε διμερή δάνεια από Ευρωπαϊκές χώρες (GLF) – η αποπληρωμή των οποίων ξεκινάει το 2029, διαρκεί έως το 2041 και είναι 2,645 δις € ετήσια. Σε αυτά τα διμερή δάνεια, σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού, το Δεκέμβριο του 2025 αναμένεται να γίνει πρόωρη αποπληρωμή ύψους 5,29 δις € που αποτελεί τις δόσεις δύο ετών – ενώ έχουν προηγηθεί οι πρόωρες αποπληρωμές του Δεκεμβρίου του 2024 ύψους 7,935 δις €, δηλαδή 3 ετήσιες δόσεις, του Δεκεμβρίου του 2023 ύψους 5,29 δις €και του Δεκεμβρίου του 2022 ύψους 2,645 δις €.

Εάν προσθέσει κανείς όλα τα υπογραμμισμένα νούμερα, θα έχει συνολικά 394 δις € και όχι 403,86 δις € – μία διαφορά περί τα 10 δις € που δεν γνωρίζουμε πού οφείλεται, αφού δεν έχουμε πρόσβαση στο Γενικό Λογιστήριο του κράτους.

Αναδημοσιεύστε το ΠΑΝΤΑ με ενεργό link της πηγής.

Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.  To ιστολόγιο μας δεν υιοθετεί τις απόψεις των αρθρογράφων, ούτε ταυτίζεται με τα θέματα που αναδημοσιεύει από άλλες ενημερωτικές ιστοσελίδες και δεν ευθύνεται για την εγκυρότητα, την αξιοπιστία και το περιεχόμενό τους.

By Έλληνας Πατριώτης

Απάντηση

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ